Το ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ που πρέπει να μιμηθούμε όλοι μας...




 “Από τότε που θυμάμαι, οι άνθρωποι έλεγαν ότι δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε. Οι γονείς μου κι εγώ πιστεύαμε ότι μπορούσα και έκτοτε τους διαψεύδουμε.” Ρικ Χόιτ

Είναι αδύνατο. Ένας τετραπληγικός σε ανα­πηρικό καροτσάκι να αγωνίζεται σε αγώνες μαραθωνίου, τρίαθλο ακόμα και στο φημισμένο εξαντλητικό αγώνα
Άιρονμαν.

Είναι αδύνατον και όμως να που πάλι έρχεται, περνά τη γραμμή τερματισμού μπροστά από τους μισούς αγωνιζόμενους με αυτό το λαμπρό χαμόγελο που οι θεατές έχουν μάθει να περιμένουν και να αγαπούν.
Ο Ρικ Χόιτ έχει περάσει πάνω από 631 από αυτές τις γραμμές τερμα­τισμού στα τελευταία είκοσι χρόνια, συχνά στο πρώτο πενήντα τοις εκατό, μερικές φορές ακόμα και ως νικητής. Όμως ποτέ δεν τερματίζει μόνος του. Μερικές φορές μπροστά του, μερικές φορές πίσω του, είναι το άλλο μισό της ομάδας Χόιτ, ο πατέρας του, ο Ντικ.
Οι άνθρωποι λένε ότι και ο Ντικ καταφέρνει το ακατόρθωτο - ένας μεσήλικας που τρέχει το ένα μίλι μετά το άλλο, σπρώχνοντας έναν άνδρα σε μια αναπηρική πολυθρόνα, τραβώντας τον πάνω σε ένα ποδήλατο στις πλαγιές απότομων λόφων, τραβώντας τον Ρικ για δύο ή περισσότερα μίλια μέσα στο νερό καθώς κολυμπά. Όμως η οικογένεια Χόιτ έχει τη συνήθεια να πετυχαίνει τα ακατόρ­θωτα. Όταν ο Ρικ γεννήθηκε το 1962, οι γιατροί είπαν στους γονείς του, τον Ντικ και την Τζούντι, ότι ο νεογέννητος γιος τους δεν θα τους έφερνε τίποτε άλλο παρά στενοχώρια και τους παρακίνησαν να τον βάλουν σε κάποιο ίδρυμα.
Ως σπαστικός τετραπληγικός με εγκεφαλική δυσλειτουρ­γία, ο Ρικ θα ζούσε τη ζωή του σαν φυτό. Αυτό είπαν 01 γιατροί. Ποτέ, προειδοποίησαν οι γιατροί, δεν θα μπορούσε ο γιος τους να ενταχθεί στην κοινωνία. Οι Χόιτ αγνόησαν τη συμβουλή των ειδικών και έφεραν το γιο τους στο σπίτι τους, στο Νορθ Ρέντινγκ της Μασαχουσέτης. Ο Ντικ και η Τζούντι ήταν αποφασισμένοι να τον μεγαλώσουν όπως θα έκαναν με οποι­οδήποτε άλλο παιδί.
Εκείνα τα χρόνια οι ειδικοί δεν γνώριζαν πολλά σχε­τικά με την εγκεφαλική δυσλειτουργία και δεν ήταν βέβαιοι για το μέγε­θος της "ανικανότητας" του Ρικ. Το να μάθουν να ζουν με ένα παιδί με σοβαρές δυσλειτουργίες θεωρούνταν πέρα από τις δυνατότητες σχεδόν ή οποιωνδήποτε γονιών. Όμως οι Χόιτ δεν ήταν τυπικοί γονείς. Ανέλαβαν να αποδείξουν ότι οι "ανικανότητες" είναι απλώς προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν και όχι ανυπέρβλητα εμπόδια. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του Ρικ ήταν να κουνά το κεφάλι του για να πει ναι ή όχι. Οι ειδικοί είπαν ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να μιλή­σει. Οι Χόιτ είχαν διαφορετική άποψη και μάζεψαν 5.000 δολάρια τα οποία δώρισαν στο Πανεπιστήμιο Ταφτς για να βοηθήσουν στην κατα­σκευή της πρώτης αλληλεπιδρώσας συσκευής επικοινωνίας. Η συσκευή επέτρεπε σε ένα άτομο χωρίς ικανότητα ομιλίας να "μιλά" επιλέγοντας μέσα από σειρές γραμμάτων και αριθμών, ώστε να δημιουργήσει ολόκλη­ρες προτάσεις. Όταν ο Ρικ ήταν δώδεκα ετών, η συσκευή ήταν έτοιμη για δοκιμή.
Οι μηχανικοί από το Ταφτς και ολόκληρη η οικογένεια Χόιτ στε­κόταν ενθουσιασμένοι γύρω από τον Ρικ περιμένοντας τις πρώτες του λέξεις. Ο Pικ χρησιμοποίησε το κεφάλι του για να αγγίξει έναν ηλεκτρο­νικό διακόπτη γράφοντας "Ζήτω οι Γιάνκις!" "Όλοι γελάσαμε", λέει ο Ντικ "επειδή επιβεβαίωσε αυτό που πάντα πιστεύαμε: ο Ρικ είχε ένα υγιές, δραστήριο μυαλό - και αίσθηση του χιούμορ." Λόγω του ενδιαφέροντος που ο Ρικ έδειξε για τα σπορ, ολόκληρη η οικογένεια τον πήγε για ψάρεμα, κανό ακόμα και αναρρίχηση δένοντας τον στην πλάτη του πατέρα του.
Η οικογένεια έγινε μάρτυρας της αίσθησης περιπέτειας του Ρικ και αντίκρισε έναν άνθρωπο με κανονικό μυαλό, ανθρώπινες ανάγκες και ελπίδες, που ήθελε να αισθάνεται το σεβασμό των άλλων. Η συσκευή επικοινωνίας έπαιξε κεντρικό ρόλο στο να επιτρέ­ψει στον Ρικ να εκφράζει τον εαυτό του και τα ενδιαφέροντα του και απο­κάλυψε τη γεμάτη περιέργεια, έξυπνη προσωπικότητα του, Όμως το σχο­λεία αρνήθηκαν να δεχθούν τον Ρικ, διότι δεν μπορούσε να περπατήσει, να φροντίσει τον εαυτό του ή να μιλήσει από μόνος του.
Στα δεκατέσσερα, εξαιτίας της αυξανόμενης ικανότητας του να "μιλά" διαμέσου της συσκευ­ής και ενός νέου νόμου που θέσπιζε το δικαίωμα όλων των παιδιών να πηγαίνουν σχολείο, ο Ρικ έγινε τελικά αποδεκτός σε ένα Γυμνάσιο, όπου ειδικοί βοηθοί τον βοηθούσαν με τις φυσικές εργασίες που δεν μπορούσε ο ίδιος να επιτελέσει. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της ξεχωριστής περιό­δου προσωπικής ανάπτυξης που ο Ρικ βρήκε τον καταλύτη για την απί­στευτη αθλητική του καριέρα. Το 1977, όταν ο Ρικ ήταν δεκαέξι ετών, έμαθε για έναν αγώνα δρόμου πέντε μιλίων που γινόταν για να ενισχυθεί ένας σπουδαστής κολεγίου που είχε τραυματιστεί σε αυτοκινητικό ατύχημα. Χρησιμοποιώντας τη συσκευή του, ο Ρικ είπε στον πατέρα του ότι ήθελε να "τρέξει" στον αγώνα ως συνεισφορά προς το σπουδαστή. Αρχικά ο Ντικ σοκαρίστηκε, "Σκεφτόμουν, εγώ είμαι σαράντα, κάνω τζόκιν μια ή δυο φορές την εβδο­μάδα για να κρατώ σταθερό το βάρος μου, αλλά δεν είμαι έμπειρος δρο­μέας. Ανησυχούσα για το πώς θα μπορούσα να συμμετάσχω σε έναν τέτοιο αγώνα σπρώχνοντας τον Ρικ στην αναπηρική του πολυθρόνα. Όμως ήξερα ότι σήμαινε πολλά γι’ αυτόν, έτσι είπα: Εντάξει, θα δοκιμάσουμε." Μετά από τον αγώνα, ο Ντικ δεν μπορούσε να κινηθεί για δύο εβδο­μάδες. Ο πόνος ήταν φοβερός. Όμως ένα βράδυ, καθώς μούλιαζε τους μύες του σε καθαρτικά άλατα, ο Pικ γύρισε στο σπίτι και πληκτρολόγησε ένα μήνυμα που άλλαξε τη ζωή του Ντικ για πάντα: "Μπαμπά, όταν τρέ­χουμε, νιώθω ότι δεν είμαι πια παράλυτος." Επιτέλους ο Ρικ είχε βρει κάτι που του έδινε ελευθερία όσο τίποτε άλλο.
Στο σημείο εκείνο, ο Ντικ ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Αν ο Ρικ ήθελε να γίνει αθλητής και να αγωνιστεί, ο Ντικ θα του δάνειζε το χέρια και τα πόδια του για να συμβεί αυτό. Όμως για να γίνει κάτι τέτοιο, ο Ντικ έπρεπε να σχεδιάσει μια ελαφρύτερη πολυ­θρόνα για τρέξιμο, ώστε να μπορεί πιο εύκολα να σπρώχνει τον Ρικ. Τα επόμενα δυο χρόνια, ενώ ο Ντικ και ένας μηχανικός σχεδίαζαν και κατασκεύαζαν την ειδική καρέκλα, ο Ρικ και ο πατέρας του συνέχιζαν να προπονούνται και να αγωνίζονται σε τοπικούς αγώνες χρησιμοποιώντας την παλιά.
Όταν η καινούργια πολυθρόνα ήταν έτοιμη το Σεπτέμβρη του 1979, ο πατέρας και ο γιος έτρεξαν στον πρώτο τους επίσημο αγώνα πέντε μιλίων στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης. Τερμάτισαν 150οι από 300 αθλητές. Συμμετείχαν σε αγώνες οε διαφορετικές πόλεις κάθε Σαββατοκύριακο. Ένας από αυτούς τους αγώνες ήταν και ο παγκοσμίου φήμης Μαραθώνιος της Βοστόνης - 42 κουραστικά χιλιόμετρα. Ο Ρικ και ο πατέ­ρας του έκαναν αίτηση για την κατηγορία των αναπηρικών καρεκλών, όπου οι παραπληγικοί αγωνίζονταν μόνοι τους από χρόνια. Όμως ο Ρικ, ένας τετραπληγικός που χρειαζόταν συνεργάτη για να αγωνιστεί, απορρί­φθηκε.
Οι Χόιτ έτρεξαν έτσι κι αλλιώς στον αγώνα, ξεκινώντας πίσω από τις υπόλοιπες αναπηρικές καρέκλες. Ούτε οι σπόνσορες, ούτε η οργανω­τική επιτροπή αναγνώριζαν τη συμμετοχή τους, αλλά οι θεατές στους δρόμους της πόλης το έκαναν χειροκροτώντας και επευφημώντας τους. Όταν οι Χόιτ τερμάτισαν, το πλήθος ήταν ενθουσιασμένο. Από 7.400 δρο­μείς, οι Χόιτ τερμάτισαν στο πρώτο 90 τοις εκατό. Ο αγώνας αυτός ήταν ο πρώτος από πολλούς Μαραθώνιους της Βοστόνης στους οποίους θα συμμετείχαν και θα τερμάτιζαν. Στη διάρκεια αυτών των ετών ο Ρικ απέδειξε ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από απλώς ένας ασυνήθιστος αθλητής. Απέκτησε πτυχίο στην ειδική εκπαίδευση από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης και έγινε ο πρώτος "μη ομιλών* τετραπληγικός που αποφοίτησε από κολέγιο. Μέχρι το 1984 ο Ντικ είχε γίνει ένας φτασμένος αθλητής και είχε προσκληθεί να αγωνισθεί σε αγώνες τριάθλου. Το τρίαθλο είναι οι ηρά­κλειοι αγώνες που συνδυάζουν κολύμβηση μεγάλων αποστάσεων, ποδη­λασία μεγάλων αποστάσεων και εκτός δρόμου τρέξιμο.
Οι οργανωτές ήθε­λαν τον Ντικ - αλλά μόνο αν θα αγωνιζόταν μόνος του. Αρνήθηκε. Την επόμενη χρονιά οι οργανωτές έκαναν την ίδια προσφορά αλλά ο Ντικ και πάλι αρνήθηκε να συμμετάσχει χωρίς το γιο του. Ο Ντικ είπε στους οργα­νωτές: "Ο Ρικ ήταν αυτός που με έβαλε σε αυτό. Δεν έχω καμιά επιθυμία να αγωνιστώ μόνος μου. Αυτός είναι που με οδηγεί εμπρός. Άλλωστε, χωρίς τον Ρικ δεν θα ήξερα τι να κάνω με τα χέρια μου." Τελικά οι οργανωτές του αγώνα ενέκριναν τη συμμετοχή του Ρικ, αν ο Ντικ μπορούσε να επινοήσει ασφαλή, ανθεκτικό εξοπλισμό που θα επέ­τρεπε και στους δυο να αγωνιστούν. Ο Ντικ ούτε που σκέφτηκε ότι δεν ήξερε πώς να κολυμπά και ότι δεν είχε βρεθεί πάνω σε ποδήλατο από τότε που ήταν έξι ετών. Μετά από αυτό που ο γιος του είχε ήδη καταφέρει, αυτά έμοιαζαν με μικρές λεπτομέρειες που έπρεπε να ξεπεραστούν. Ο Ντικ άρχισε να προπονείται και να σχεδιάζει τον εξοπλισμό που θα τον βοηθούσε να έλκει τον Ρικ μέσα στο νερό και να κάνει πετάλι στο ποδήλατο.
Το ποδήλατο ζύγιζε 30 κιλά, ο Ρικ ζύγιζε 45 και ο Ντικ ζύγιζε 85 - συνολικά 160 κιλά που θα έπρεπε να ανεβούν και να κατεβούν λόφους, δοκιμάζοντας τα σωματικά και ψυχικά τους όρια. Ο Ρικ και ο Ντικ τερμάτισαν σε αυτό τον αγώνα τριάθλου και σε κάθε επόμενο αγώνα τριάθλου που συμμετείχαν, μπαίνοντας συνήθως στο πρώτο μισό του συναγωνισμού. Στην πορεία ο Ντικ ανέπτυξε ένα σύνθημα: "Δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορούμε να κάνουμε μαζί." Ο Ντικ είχε δίκιο. Μαζί, ο πατέρας και ο γιος, τερμάτισαν στο φοβερό αγώνα Άιρονμαν, έναν αγώνα στον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευτυχείς αν καταφέρουν να επι­βιώσουν - 2,4 μίλια κολύμβησης, 112 μίλια με ποδήλατο και 26,2 μίλια τρεξίματος. Εξαιτίας των ακραίων συνθηκών του αγώνα αυτού που λαμ­βάνει χώρα στο μεγάλο νησί της Χαβάης -ζέστη 40 Βαθμών, υψηλή υγρα­σία και απότομοι λόφοι- χρειάστηκε ειδική προετοιμασία για τον αγώνα αυτόν.
Για να προπονηθούν αγωνίζονταν σε τοπικούς αγώνες κάθε Σαββα­τοκύριακο επί ένα χρόνο. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ενώ ο Ρικ ήταν στο σχολείο, ο Ντικ προπονούνταν μόνος στο σπίτι. Κολυμπούσε μέχρι δύο μίλια, έτρεχε οχτώ μίλια και ποδηλατούσε τριάντα πέντε με σαράντα μίλια ενώ έσπρωχνε ένα σακί τσιμέντου 50 κιλών πάνω στις καρέκλες τρε­ξίματος και ποδηλασίας του Ρικ. Ο Ντικ και ο γιος του από τότε έχουν αγωνιστεί και τερματίσει σε τέσσερις αγώνες Άιρονμαν. Έχουν επίσης κάνει ποδήλατο και έχουν τρέξει διασχίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες από το Λος Άντζελες μέχρι τη Βοστόνη, καλύπτοντας 3.735 μίλια σε σαράντα πέντε μέρες χωρίς μέρα ξεκούρασης. Και μετά τον τερματισμό σε δεκαπέντε μαραθώνιους της Βοστόνης -στον αγώνα εκείνο που αρχικά δεν είχαν γίνει δεκτοί το 1981- τιμήθηκαν στην 100η επέτειο του αγώνα ως οι ήρωες της οργάνωσης της εκατονταετηρίδας.
Ο Ντικ ακόμα επιμένει ότι είναι ο γιος του, όχι ο ίδιος, που είναι ο αθλητής. "Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς αλλά όταν μπαίνω πίσω από την καρέκλα του, υπάρχει κάτι που συμβαίνει. Ο Ρικ είναι η κινητήρια δύνα­μη της ομάδας. Του δανείζω το σώμα μου αλλά ο Ρικ είναι το πνεύμα που μας κρατά μέσα στον αγώνα." Ο Ρικ και ο Ντικ Χόιτ αγωνίζονται εδώ και είκοσι χρόνια και λένε ότι δεν σκοπεύουν να σταματήσουν. Η θέση στην οποία τερματίζουν δεν έχει καμιά σημασία. Από τη στιγμή που πηγαίνουν στη γραμμή εκκίνησης, κάθε αγώνας είναι νικηφόρος.

Δες το σχετικό video
http://liverichlr.blogspot.gr/2012/09/blog-post_11.html 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...